ψιλοτης

ψιλοτης
    ψιλότης
    ψῑλότης
    -ητος ἥ
    1) отсутствие растительности, обнаженность (sc. τοῦ πεδίου Plut.)
    2) гладкость
    

(τοῦ σώματος Arst.)

    3) плешивость (sc. τῆς κεφαλῆς Plut.)
    4) грам. слабая придыхательность (sc. τῆς φωνῆς Arst.)
    

δασύτητας καὴ ψιλότητας συσσῴζειν Polyb. — соблюдать густые и слабые придыхания


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψιλοτης" в других словарях:

  • ψιλότης — ψῑλότης , ψιλότης bareness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότης — ητος, ἡ, Α [ψιλός] 1. η ιδιότητα τού φαλακρού 2. (για γυναικείο σώμα) η ιδιότητα τού λείου 3. γραμμ. έλλειψη δασέος πνεύματος, απουσία δασύτητας …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • ψιλότητα — ψῑλότητα , ψιλότης bareness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητας — ψῑλότητας , ψιλότης bareness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητες — ψῑλότητες , ψιλότης bareness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητι — ψῑλότητι , ψιλότης bareness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητος — ψῑλότητος , ψιλότης bareness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»